- λῦτ'
- λῦτο , λύωluoaor ind pass 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιστολυτικός — ή, ό ιατρ. αυτός που προκαλεί ιστόλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histolytique < histo (πρβλ. ἱστός) + lyt ique (πρβλ. λυτ ικός < λύσις / λύω)] … Dictionary of Greek
καρκινολυτικός — ή, ο ιατρ. (για ουσία ή φάρμακο ή άλλο παράγοντα) αυτὸς που προκαλεί καταστροφή τών καρκινικών κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinolytic < carcino (πρβλ. καρκίνος) + lyt ic (πρβλ. λυτ ικός < λυσις < λύσις)] … Dictionary of Greek